παροπλισμός

παροπλισμός
ο, ΝΑ [παροπλίζω]
νεοελλ.
κατάσταση πλοίου το οποίο παραμένει αγκυροβολημένο σε λιμάνι και αποσκευασμένο, δηλ. χωρίς τα αναγκαία για πλου, με ελάχιστο πλήρωμα για την στοιχειώδη συντήρηση και φύλαξή του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παροπλισμός — παροπλισμός, ο και παρόπλιση, η αφοπλισμός, ξαρμάτωμα πλοίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παροπλισμόν — παροπλισμός disarming masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Hellenic Navy — This article is about the naval forces of modern Greece. For information on naval warfare in ancient Greece, see Hellenistic era warships. Hellenic Navy Πολεμικό Ναυτικό Polemikó Naf̱tikó Hellenic Navy Seal …   Wikipedia

  • εξαρμάτωμα — και ξαρμάτωμα το [εξαμαρτώνω] 1. η βίαιη αφαίρεση τού οπλισμού από κάποιον, αφοπλισμός 2. (για πλοίο) παροπλισμός 3. συνεκδ. η προσβολή που γίνεται σε κάποιον με την αφαίρεση τού οπλισμού του …   Dictionary of Greek

  • ξαρμάτωμα — το [ξαρματώνω] 1. η αφαίρεση τού οπλισμού, ο αφοπλισμός 2. ναυτ. η αφαίρεση τής εξαρτίας τού πλοίου, παροπλισμός 3. μτφ. προσβολή που γίνεται σε κάποιον με την αφαίρεση τών όπλων του …   Dictionary of Greek

  • παρόπλιση — η [παροπλίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παροπλίζω, παροπλισμός …   Dictionary of Greek

  • ξαρμάτωμα — το, ατος 1. αφαίρεση οπλισμού, αφόπλιση, αφοπλισμός, παροπλισμός. 2. προσβολή από τον αφοπλισμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρόπλιση — η βλ. παροπλισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”